ἐπιθυμητήν

ἐπιθυμητήν
ἐπιθῡμητήν , ἐπιθυμητής
one who longs for
masc acc sg (attic epic ionic)
ἐπιθυμητός
desired
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιθυμητής — ἐπιθυμητής, ὁ (και θηλ. ἐπιθυμήτειρα) (Α) [επιθυμώ] 1. αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται κάτι («τιμῆς ἐπιθυμηταί», Πλάτ.) 2. (απολ.) φίλος, ακόλουθος, οπαδός («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», Ξεν.) 3. αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”